χυλώδης, -ης

χυλώδης, -ης
-ες γεν. -ους, αιτ. -η, πληθ. ουδ. -η
1. πολτώδης.
2. ο όμοιος με χυλό: Ήταν ένα χυλώδες υγρό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χυλώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) χυλώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) χυλώδης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυλώδης — ες / χυλώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χυλός] όμοιος με χυλό, πολτώδης (α. «χυλώδες παρασκεύασμα» β. «ὕδατι μείξας καὶ χυλῶδες ποιήσας», Γαλ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χυλῶδες ο χυμός, ο οπός …   Dictionary of Greek

  • χυλώδη — χυλώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χυλώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χυλώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυλῶδες — χυλώδης masc/fem voc sg χυλώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυλώδεα — χυλώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χυλώδης masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυλώδεις — χυλώδης masc/fem acc pl χυλώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • εγχυλούμαι — ἐγχυλοῡμαι (Α) μετατρέπομαι σε χυλό, γίνομαι χυλώδης …   Dictionary of Greek

  • ροφητός — ή, όν, Α [ῥοφῶ] (για είδος τροφής) χυλώδης, πολτώδης …   Dictionary of Greek

  • χυλοειδής — ές, ΝΑ χυλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”